- γνώριμον
- γνώριμοςwell-knownmasc acc sgγνώριμοςwell-knownneut nom/voc/acc sgγνώριμοςwell-knownmasc/fem acc sgγνώριμοςwell-knownneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρον — το (Α κάρον, το και κάρος, ὁ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων αρχ. 1. (κατά τον Διοσκ.) «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῡν ἀνίσῳ», πιθ. το κύμινο 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλη ἀκρίς».… … Dictionary of Greek
ԾԱՆՕԹԱՒՈՐ — ( ) NBH 1 1010 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. γνώριμον notum. նոյն ընդ Ծանօթ. ծանօթական, իբր ծանուցեալ. յայտնի. *Պարտ է պայծառանալ, եւ ամենայն ուստեք ծանօթաւոր լինել. Ոսկ. մ. ՟Ա. 4: *Զնոցա պատիւն ծանօթաւոր իւիքն յայտ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)